- κομίζει
- κομίζωtake care ofpres ind mp 2nd sgκομίζωtake care ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰδὼς δ’ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ κομίζει. — См. Стыдливый из за стола голодный встает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
стыдливый из-за стола голодный встает — Стыдливому удачи не видать. Отыми Бог стыд, так и будешь сыт. Ср. Blöder Hund wird selten satt. Ср. Bashfulness is an enemy to poverty. Ср. Il n y à que les honteux qui perdent. Honte fait dommage. Ср. Verecundia inutilis viro egenti. (Erasm.) Ср … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Стыдливый из-за стола голодный встает — Стыдливый изъ за стола голодный встаетъ: Стыдливому удачи не видать. Отыми Богъ стыдъ, такъ и будешь сытъ. Ср. Blöder Hund wird selten satt. Ср. Bashfulness is an enemy to poverty. Ср. Il n’y a que les honteux qui perdent. Honte fait dommage. Ср … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
BOVES — etiam onera olim gestabant, 1. Paralip. c. 12 v. 40. non obstante Proverbiô, cuius meminêre Tullius ad Atticum l. 5. Ep. 15. Quintilian. l. 5. et Amm. Marcellin. l. 16. Clitellae bovi impositae, plane non est nostrum onus. Certe et Aelian. tauros … Hofmann J. Lexicon universale
γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… … Dictionary of Greek
εφοδιοφόρος — ο 1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα») 2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + φόρος (< φέρω) πρβλ … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… … Dictionary of Greek
πομπός — ο, ΝΑ συνοδός, οδηγός νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι 2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας … Dictionary of Greek